- ἀμφιβάλλει
- ἀμφιβάλλωthrowpres ind mp 2nd sgἀμφιβάλλωthrowpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
επαπορητικός — ἐπαπορητικός και ἐπαπορηματικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αμφιβάλλει, που έχει απορία 2. αυτός που περιέχει μέσα του απορία 3. αυτός που εκφράζει απορία ή αναφέρεται σε απορία 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαπορηπκόν είδος ρητορικής συζητήσεως 5. επίρρ.… … Dictionary of Greek
επαπορώ — ἐπαπορῶ, έω (AM) μσν. απορώ, εκπλήσσομαι, σαστίζω («ὁρῶσα ξύλῳ νῡν κρεμάμενον ἐπαπορῶ», Μηναία) αρχ. 1. προβάλλω νέα απορία 2. παθ. α) έπαπορουμαι αμφισβητούμαι, αμφιβάλλομαι, είμαι αντικείμενο αμφιβολίας («τῶν νῡν ἐπαπορηθέντων», Πολ.) β) απρόσ … Dictionary of Greek
κατάθλιψη — Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων… … Dictionary of Greek
πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… … Dictionary of Greek
σκεπτικιστής — ο, θηλ. σκεπτικίστρια, Ν 1. οπαδός τού σκεπτικισμού 2. αυτός που αμφιβάλλει ή δυσπιστεί για το καθετί 3. απαισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπτικισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ευστ. Χρονόπουλο] … Dictionary of Greek
Γκόντγουιν, Γουίλιαμ — (William Godwin, 1756 – 1836).Άγγλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το 1797 παντρεύτηκε τη Μαίρη Γουόλστοουνκραφτ η οποία πέθανε λίγο μετά, κατά τον τοκετό του μοναδικού τους παιδιού, της Μαίρης Γκόντγουιν, που αργότερα έγινε σύζυγος του διάσημου… … Dictionary of Greek
Μπρούνο, Τζορντάνο — (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600). Ιταλός φιλόσοφος. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φιλίπο, αλλά έλαβε το όνομα Τζορντάνο όταν, σε ηλικία δέκα οχτώ ετών, μπήκε σε μοναστήρι Δομινικανών στη Νάπολη. Πνεύμα ανήσυχο, φύση ορμητική και μαχητική,… … Dictionary of Greek
Ντονατέλο — (Donatello, Φλωρεντία 1386 – 1466). Ιταλός γλύπτης. Γιος του Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στο εργαστήριο του Γκιμπέρτι. Η παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία είκοσι ετών έκανε, μαζί με τον Μπρουνελέσκι, το πρώτο του… … Dictionary of Greek
Σο, Τζορτζ Μπέρναρντ — (Shaw, Δουβλίνο 1856 – Άγιοτ Σεντ Λόρενς, Χέρφορντσαϊρ 1950). Ιρλανδός κωμωδιογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός και μουσικός κριτικός και διηγηματογράφος. Μετά την εγκατάσταση του στο Λονδίνο το 1876, ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα. Το 1884… … Dictionary of Greek